Σελίδες

Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016

Γιώργος Σεφέρης



Γεννήθηκε 29 Φεβρουαρίου του 1900 στη Σμύρνη σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο που ίσχυε τότε.

 Ο άνθρωπος στο επίκεντρο της ποίησής του. Ο λόγος του πάντα επίκαιρος

Το αίνιγμα της Σφίγγας για τον άνθρωπο σημαδεύει τον ποιητή και αποτελεί σημείο αναφοράς σε όλη του τη ζωή..η πραγματική απάντηση του αινίγματος για τον Σεφέρη είναι ο ίδιος ο εαυτός του...

Ας θυμηθούμε τι είπε στην ομιλία του ενώπιον της Βασιλικής Σουηδικής Ακαδημίας την ημέρα που βραβεύτηκε με το Νόμπελ :
«Όταν στον δρόμο της Θήβας ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα κι αυτή τού έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: Ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα».

 Στα ποιήματά του ταυτίζεται με τον Οδυσσέα, είναι και ο ίδιος ένας σύγχρονος Οδυσσέας, ένας ταξιδιώτης..Κι αυτό φαίνεται στο παρακάτω ποίημα.


«Πάνω σ᾿ ἕναν ξένο στίχο»

Εὐτυχισμένος ποὺ ἔκανε τὸ ταξίδι τοῦ Ὀδυσσέα.
Εὐτυχισμένος ἂν στὸ ξεκίνημα, ἔνιωθε γερὴ τὴν ἁρματωσιὰ
μιᾶς ἀγάπης, ἁπλωμένη μέσα στὸ κορμί του,
σὰν τὶς φλέβες ὅπου βουίζει τὸ αἷμα.
Μιᾶς ἀγάπης μὲ ἀκατέλυτο ρυθμό,
ἀκατανίκητης σάν τὴ μουσικὴ καὶ παντοτινῆς
γιατὶ γεννήθηκε ὅταν γεννηθήκαμε καὶ σὰν πεθαίνουμε,
ἂν πεθαίνει, δὲν τὸ ξέρουμε οὔτε ἐμεῖς οὔτε ἄλλος κανείς.
Παρακαλῶ τὸ θεὸ νὰ μὲ συντρέξει νὰ πῶ,
σὲ μιὰ στιγμὴ μεγάλης εὐδαιμονίας, ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη·
κάθομαι κάποτε τριγυρισμένος ἀπὸ τὴν ξενιτιά,
κι ἀκούω τὸ μακρινὸ βούισμά της, σὰν τὸν ἀχὸ τῆς θάλασσας
ποὺ ἔσμιξε μὲ τὸ ἀνεξήγητο δρολάπι.
Καὶ παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι καὶ πάλι,
τὸ φάντασμα τοῦ Ὀδυσσέα, μὲ μάτια κοκκινισμένα
ἀπὸ τοῦ κυμάτου τὴν ἁρμύρα
κι ἀπὸ τὸ μεστωμένο πόθο νὰ ξαναδεῖ τὸν καπνὸ
ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴ ζεστασιὰ τοῦ σπιτιοῦ του
καὶ τὸ σκυλί του ποὺ γέρασε προσμένοντας στὴ θύρα.
Στέκεται μεγάλος,
ψιθυρίζοντας ἀνάμεσα στ᾿ ἀσπρισμένα του γένια,
λόγια τῆς γλώσσας μας,
ὅπως τὴ μιλοῦσαν πρὶν τρεῖς χιλιάδες χρόνια.
Ἁπλώνει μία παλάμη ροζιασμένη ἀπὸ τὰ σκοινιὰ καὶ τὸ δοιάκι,
μὲ δέρμα δουλεμένο ἀπὸ τὸ ξεροβόρι
ἀπὸ τὴν κάψα κι ἀπὸ τὰ χιόνια.
Θἄ ῾λεγες πὼς θέλει νὰ διώξει τὸν ὑπεράνθρωπο Κύκλωπα
ποὺ βλέπει μ᾿ ἕνα μάτι, τὶς Σειρῆνες ποὺ σὰν τὶς ἀκούσεις ξεχνᾶς, τὴ Σκύλλα καὶ τὴ Χάρυβδη ἀπ᾿ ἀνάμεσό μας·
τόσο περίπλοκα τέρατα, ποὺ δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ στοχαστοῦμε
πὼς ἦταν κι αὐτὸς ἕνας ἄνθρωπος
ποὺ πάλεψε μέσα στὸν κόσμο, μὲ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα.
Εἶναι ὁ μεγάλος Ὀδυσσέας·
ἐκεῖνος ποὺ εἶπε νὰ γίνει τὸ ξύλινο ἄλογο
καὶ οἱ Ἀχαιοὶ κερδίσανε τὴν Τροία.
Φαντάζομαι πῶς ἔρχεται νὰ μ᾿ ἀρμηνέψει
πῶς νὰ φτιάξω κι ἐγὼ ἕνα ξύλινο ἄλογο
γιὰ νὰ κερδίσω τὴ δική μουΤροία.
Γιατὶ μιλᾶ ταπεινὰ καὶ μὲ γαλήνη, χωρὶς προσπάθεια,
λὲς μὲ γνωρίζει σὰν πατέρας
εἴτε σὰν κάτι γέρους θαλασσινούς,
ποὺ ἀκουμπισμένοι στὰ δίχτυα τους,
τὴν ὥρα ποὺ χειμώνιαζε καὶ θύμωνε ὁ ἀγέρας,
μοῦ λέγανε, στὰ παιδικά μου χρόνια,
τὸ τραγούδι τοῦ Ἐρωτόκριτου, μὲ τὰ δάκρυα στὰ μάτια·
τότες ποὺ τρόμαζα μέσα στὸν ὕπνο μου
ἀκούγοντας τὴν ἀντίδικη μοίρα τῆς Ἀρετῆς
νὰ κατεβαίνει τὰ μαρμαρένια σκαλοπάτια.
Μοῦ λέει τὸ δύσκολο πόνο νὰ νιώθεις τὰ πανιὰ τοῦ καραβιοῦ σου
φουσκωμένα ἀπὸ τὴ θύμηση καὶ τὴν ψυχή σου νὰ γίνεται τιμόνι.
Καὶ νἄ ῾σαι μόνος, σκοτεινὸς μέσα στὴ νύχτα καὶ ἀκυβέρνητος
σὰν τ᾿ ἄχερο στ᾿ ἁλώνι.
Τὴν πίκρα νὰ βλέπεις τοὺς συντρόφους σου καταποντισμένους μέσα στὰ στοιχεῖα, σκορπισμένους: ἕναν-ἕναν.
Καὶ πόσο παράξενα ἀντρειεύεσαι μιλώντας μὲ τοὺς πεθαμένους, ὅταν δὲ φτάνουν πιὰ οἱ ζωντανοὶ ποὺ σοῦ ἀπομέναν.
Μιλᾶ... βλέπω ἀκόμη τὰ χέρια του ποὺ ξέραν νὰ δοκιμάσουν
ἂν ἦταν καλὰ σκαλισμένη στὴν πλώρη ἡ γοργόνα
νὰ μοῦ χαρίζουν τὴν ἀκύμαντη γαλάζια θάλασσα
μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ χειμῶνα.

................................................................................................................................................

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει 
Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓΩΝΙΑ 937

Βλέποντας ο ποιητής την Ελλάδα του καιρού του, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή να αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα - ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες -  πληγώνεται.

Έτσι, λοιπόν, δημιουργεί το ποιητικό του όραμα. Οραματίζεται την πνευματική αναβάθμιση του ελληνισμού με τον εμπλουτισμό της πολιτισμικής παράδοσης  με όλα τα αυθεντικά διαχρονικά παραδοσιακά ελληνικά στοιχεία,  τη λαϊκή παράδοση του ελληνισμού της Ανατολής, της Ανατολής του Μεγαλέξανδρου.

ΟΙ ΓΟΡΓΟΝΕΣ ΤΟΥ ΣΕΦΕΡΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΤΟΥ ΟΡΑΜΑ του Χρήστου ΑντωνίουΓοργόνα σημαίνει λοιπόν αισιοδοξία... γι αυτό την εικόνα της γοργόνας την τυπώνει στο εξώφυλλο όλων των βιβλίων του, θέλοντας μ' αυτόν τον τρόπο να δηλώσει την εμμονή του στο ποιητικό του όραμα, που σχετίζεται με την πνευματική αποκατάσταση του ελληνισμού.

Πόσο επίκαιρος ο λόγος του σήμερα με όσα συμβαίνουν στη χώρα μας ...





...........................................................................................................


«Είπες εδώ και χρόνια:
‘Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός’.
Και τώρα ακόμη σαν ακουμπάς
στις φαρδιές ωμοπλάτες του ύπνου
ακόμη κι όταν σε ποντίζουν
στο ναρκωμένο στήθος του πελάγου
ψάχνεις γωνιές όπου το μαύρο
έχει τριφτεί και δεν αντέχει
αναζητάς ψηλαφητά τη λόγχη
την ορισμένη να τρυπήσει την καρδιά σου
για να την ανοίξει στο φως».
(Γ. Σεφέρης, Πάνω σε μια χειμωνιάτικη αχτίνα)

....................................................................



Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.

«Άρνηση», 9-12. Στροφή, 1931. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974.

....................................................................


Λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι μέσα από τα δάχτυλά μου
χωρίς να πιω ούτε μια στάλα.

Μυθιστόρημα, ΙΗ΄, 1-2. 1935. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974.
................................................................................................................




Υπάρχουν, φαντάζομαι, άνθρωποι που δεν τολμήσανε να ζήσουν, από υπερβολική ευαισθησία. Η ευαισθησία, για να είναι χρήσιμη, πρέπει να συντροφεύεται από ανάλογη δύναμη.

2 Αυγούστου 1925. Μέρες, Α΄. Ίκαρος, 1975. 9.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου