Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2019

Τα κάλαντα


Βυζαντινά κάλαντα


Μετά τα μελωδικά  βυζαντινά κάλαντα που είδαμε στο παραπάνω βίντεο, ακολουθεί  μια συγκινητική ιστορία σε υπέροχες  μαντινάδες  με ήρωες δυο κοπελάκια που πήγαν να τραγουδήσουν τα κάλαντα. Το ένα ήταν φτωχό και το άλλο πλούσιο ...το ένα έλεγε τα κάλαντα για να αγοράσει καινούργια παπούτσια,  μια που τα δικά του ήταν χιλιοτρυπημένα, και το άλλο τα λεγε έτσι για την πλάκα του. Τι έγινε στην συνέχεια εκείνο το πρωινό παραμονής Χριστουγέννων? 




Ποντιακά κάλαντα!




Κάλαντα Ικαρίας



Κάλαντα Ηπείρου



Κάλαντα Κρήτης


Κάλαντα Πελοποννήσου






Κάλαντα Μακεδονίας



Και λίγα λόγια για τα κάλαντα:



Η λέξη «κάλαντα» είναι λατινικής προέλευσης. Calendae σημαίνει «η πρώτη μέρα κάθε μήνα».  Ο ρυθμός τους αλλά και η στιχουργική δομή θυμίζουν σε μεγάλο βαθμό τα δημοτικά τραγούδια. Τα κάλαντα ξεκινούν συνήθως με κάποιον χαιρετισμό, στη συνέχεια αναγγέλουν τη γιορτή που πλησιάζει (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα) και καταλήγουν συνήθως σε ευχές προς το νοικοκύρη, την νοικοκυρά και τα άλλα μέλη της οικογένειας. Ως προς τις παραλλαγές τους, είναι πραγματικά αξιοθαύμαστα πόσες πολλές συναντά κανείς, ακόμα και σε διπλανά χωριά. Αυτό δείχνει και τη διάθεση εμπλουτισμού και διαφοροποίησης κάθε περιοχής με ντόπια γλωσσικά στοιχεία αλλά και διάθεση να προσαρμοστεί στις ιδιαίτερες συνήθειες και έθιμα κάθε περιοχής. Η προέλευση του εθίμου πιθανότατα είναι αρχαιοελληνική καθώς έχουν βρεθεί αρκετά γραπτά που θυμίζουν τα μετέπειτα και σημερινά κάλαντα. Τα παιδιά στην αρχαία Ελλάδα πιθανότατα με κάποιο σκαλιστό ομοίωμα καραβιού ανά χείρας τραγουδούσαν τον ερχομό του θεού Διονύσου ενώ άλλες φορές κρατούσαν κλαδιά ελιάς στα οποία έδεναν κλωστές πάνω στις οποίες κρεμούσαν τις προσφορές των οικοδεσποτών που επισκέπτονταν. Αργότερα, στο Βυζάντιο, το καράβι αντικατέστησαν τα φαναράκια ενώ κάπου εκεί πρέπει να εμφανίζονται κάποια αυτοσχέδια κρουστά μουσικά όργανα που συνόδευαν την ως τότε α καπέλα ερμηνεία. Σταθερά έχουν παραμείνει δύο χαρακτηριστικά. Αφενός το φιλοδώρημα που προσδοκούσε ο άδων από τον οικοδεσπότη που επισκεπτόταν, αφετέρου τα καλά λόγια (έπαινοι, παινέματα, ευχές) που περιείχαν τα κάλαντα προσωποποιημένα προς το νοικοκύρη. Το φιλοδώρημα, αναλόγως της εποχής κυμάνθηκε από γλυκίσματα (κουραμπιέδες, μελομακάρονα) και καρπούς μέχρι και μεγάλο χαρτζιλίκι την εποχή της ευφορίας. Οι τραγουδιστές – οργανοπαίκτες των καλάντων ονομάζονται «καλαντιστές».

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2019

Χιόνια στο καμπαναριό _ τα παιδιά μαζί με τη Μαρίζα Κωχ

Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες | Ο Σκρούτζ & Τα Πνεύματα Των Χριστουγέννων

Χριστουγεννιάτικα και Πρωτοχρονιάτικα Έθιμα

Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2019

Πολικό Εξπρές 5


Η μαγεία των Χριστουγέννων ταξιδεύει με Πολικό Εξπρές και φέτος στο 1ο Δημοτικό Σχολείο και Νηπιαγωγείο  Μουρικίου!
21 Δεκεμβρίου το Σάββατο για 5η συνεχή χρονιά το μαγικό ταξίδι θα γίνει πραγματικότητα! 

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2019

19 Νοεμβρίου Ημέρα Μνήμης Τροχαίων Ατυχημάτων



Παραμύθι με τον ΚΟΚ;




Καλώς τον κύριο ΚΟΚ from iliadis ilias



Πόσα παιδιά κάτω των 15 ετών σκοτώνονται κάθε χρόνο;

Διάβασε εδώ για να μάθεις...

Τα θανατηφόρα τροχαία με αριθμούς


Ιαβέρης: «Γενοκτονία» τα τροχαία στην Ελλάδα 

120.000 νεκροί και 350.000 ανάπηροι σε 50 χρόνια .

Κάθε μέρα θρηνούμε 3-4 νεκρούς και άλλοι τόσοι καθημερινά μένουν ανάπηροι. 

                                                                                     Πηγή: www.lifo.gr




Για την Κρήτη, από το 2017 μέχρι και το 2018 η χειρότερη χρονιά όσον αφορά στους θανάτους από τροχαία ήταν το 2017, με 49 νεκρούς έναντι 48 το 2018. Η περιφερειακή ενότητα με τους περισσότερους νεκρούς είναι το Ηράκλειο, με 25 νεκρούς το 2018 και 21 το 2017, και ακολουθούν τα Χανιά με 11 νεκρούς το 2018 και 16 το 2017, το Ρέθυμνο με 7 νεκρούς το 2018 και 6 νεκρούς το 2017 και τέλος το Λασίθι με 5 νεκρούς το 2018 και 6 νεκρούς το 2017.



Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2019

Κάπου Κάπως Κάποτε 25. Τα καλλικατζαράκια

Ο σιμιγδαλένιος ή ζαχαροζυμωμένος



ΛΑΪΚΟ  ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλέας κι είχε μια δυχατέρα. Της έλεγε να την παντρέψει –δεν ήθελε. Της έλεγε για τον έναν, της έλεγε για τον άλλον– κανέναν δεν ήθελε. Του λέει μια μέρα: «Πατέρα, να πας να μου πάρεις ένα τσουβάλι μύγδαλα, ένα τσουβάλι σιμιγδάλι κι ένα τσουβάλι ζάχαρη.»
Πήγε ο πατέρας της και της τα πήρε. Κλειδώθηκε αυτή σε μια κάμαρη. Είπε: «Εγώ θα κλειδωθώ σε μια κάμαρα σαράντα μέρες και να μη με γυρέψετε ντιπ.»
Κλειδώθηκε σε μια κάμαρη, έσπασε τα μύγδαλα, τα καθάρισε, τα ετοίμασε ούλα, έπιασε και ζύμωσε το σιμιγδάλι, τα μύγδαλα και τη ζάχαρη και ιστόρησε έναν άνθρωπο. Αφού τον έφκιασε, κάθισε στο κεφάλι του, τον λιβάνιζε κι έλεγε: «Δε μου μιλείς, μάτια μου; Δε μου μιλείς, φως μου;»
Αυτά τα ’κανε σαράντα μέρες κι έκλαιε. Στις σαράντα μέρες, της λέει αυτός: «Αχ! τι γλυκά κοιμόμουνα και με ξύπνησες!». Άφησε αυτή αμέσως τα κλάματα κι είχε γέλια και χαρές. Ανοίγει τις πόρτες και βγαίνει αυτός όξω. «Νά, λέει, πατέρα, ποιόνα θα πάρω, κι όχι κείνον που μου δίνεις». Χαρά ο πατέρας της, η μάνα της! Πήγαν να κόψουν τα νυφικά, να ’τοιμαστούν, να κάμουνε το γάμο. Ετοιμαστήκανε, ράψανε τα ρούχα του γαμπρού, της νύφης, καλέσανε τον κόσμο, κάνανε το γάμο, γλεντήσανε.
Τ’ ακούει ο άλλος βασιλέας, πως του τάδε βασιλέα η δυχατέρα έκαμε ένα σιμιγδαλένιο και τον πήρε άντρα, το μαθαίνει κι η δυχατέρα του αυτουνού, και πέφτει στα μαύρα πανιά να πεθάνει. Ήθελε αυτή το Σιμιγδαλένιο για άντρα. Της λέγαν η μάνα της κι ο πατέρας της: «Πού να τον βρούμε; Τον έχει κείνη, που τον έχει».
Αρρώστησε η δυχατέρα του απ’ τον καημό της. Τι να κάμει ο πατέρας της; Συνεννοήθηκε με τη γυναίκα του και είπαν: «Να κάμουμε, γυναίκα, μια φρεγάδα, να την αρματώσουμε και να τη φορτώσουμε χρυσαφικά, γυαλικά, διάφορα».
Κάμανε τη φρεγάδα. Είπανε στο πλήρωμα: «Να πάτε να φουντάρετε αποκάτω απ’ το σπίτι, που ’ναι ο Σιμιγδαλένιος. Και να βάνετε άνθρωπο να παραφυλάει. Μόλις ανεβεί απάνω ο Σιμιγδαλένιος, να σκωθείτε στα πανιά, να φύγετε αμέσως. Να προσέξετε να μη σας πάρουνε χαμπάρι».
Φόρτωσε η φρεγάδα, σκώθηκε, έφυγε, πήγε, φουντάρησε αποκάτω απ’ το παλάτι του Σιμιγδαλένιου. Ξυπνάν το πρωί οι δούλες, τη βλέπουν, πάνε μέσα στην κυρά τους, λένε: 
«Αχ! κυρά, ήρθε μια φρεγάδα και πάει όλος ο κόσμος μέσα και ψωνίζει. Έχει διάφορα χρυσά πράματα μέσα, γυαλικά!». 
Λέει αυτή τ’ αντρού της: 
«Δεν πας, Σιμιγδαλένιε μου, και συ να πάρεις;
–Τι τα θέλουμε, λέει, εμείς; Εμείς έχουμε. 
–Απ’ αυτά, λέει, θέλω να πάρεις». Δεν πήγε αυτός. Ξαναπάν οι δούλες. Του ξαναλέει αυτή:
«Να πας, Σιμιγδαλένιε μου, να πάρεις γυαλικά. 
–Καλά, λέει, πηγαίνω». Σκώνεται ο Σιμιγδαλένιος, πάει, φωνάζει τη βάρκα απ’ τη φρεγάδα. Είπανε από μέσα απ’ τη φρεγάδα: «Φωνάζει ο Σιμιγδαλένιος». Στείλανε τη βάρκα την καλή όξω. Βγήκε η βάρκα η καλή όξω, λέει: 
-Τι αγαπάς; 
–Έχετε, λέει, πράματα καλά να ψωνίσω; 
–Παραπάνω από καλά, λένε. Τον πήρανε το Σιμιγδαλένιο μέσα. Με έξι κουπιά η βάρκα. Μόλις πάει μέσα, σκώθηκε η φρεγάδα στα πανιά, πάει στη δουλειά της. Τον πήρανε το Σιμιγδαλένιο, τον πήγανε στο παλάτι τ’ αλλουνού του βασιλιά. Τον πήγαν απάνω, του δίνει ένα νερό η βασιλοπούλα και πίνει, κι αστόχησε τη γυναίκα του. Κάθισε κει. Τον πήρε άντρα της αυτή.
Ας αφήσουμε τώρα το Σιμιγδαλένιο με τη δεύτερη τη γυναίκα του και ας πάμε στην πρώτη.
Η πρώτη η γυναίκα του, σαν ήρθε το μεσημέρι, και δεν ήρθε ο Σιμιγδαλένιος να φάει, λέει: 
-Πού είναι ο Σιμιγδαλένιος; Στη φρεγάδα; 
–Έφυγε. 
–Πού πάει; 
–Ο Κύριος ξέρει. Άρχισε τα κλάματα η γυναίκα του κι έκλαιε. Λέει ο πατέρας της: 
-Παιδάκι μου, μην κλαις. 
–Να μην κλαίω; Τον άντρα μ’ θέλω. 
–Μα πού να τόνε βρούμε; Ας μη τον έστελνες να σου πάρει γυαλικά.
 –Εγώ, λέει, πατέρα, θα φύγω.
 –Μα πού θα πας, παιδάκι μου;
 –Θα φύγω» λέει. Σηκώθηκε κι έφυγε.
Δρόμο παίρνει και δρόμο αφήνει. Μέρες, μερόνυχτα γυρίζει. Γίνηκε αγνώριστη. Στο δρόμο, που πήγαινε, βρίσκει μια γυναίκα· με τα βυζιά της πάνιζε, με τα βυζιά της φούρνιζε. 
«Α!, λέει, θεια, τι ’ναι αυτά;» Πιάνει αυτή, της κάνει φτυάρι, της φκιάνει πανόξυλο. «Να, λέει, θεια, έτσι πανίζουν και φουρνίζουν.
 –Ο Θεός, λέει, παιδάκι μου, να στο πληρώσει το καλό που μου ’καμες. 
–Τι καλό, λέει, να με πληρώσει ο Θεός; Να με γιατρέψεις θεια. 
–Τι γιατρειά, να σε κάμω; 
–Ποια είσαι συ, λέει. 
–Εγώ είμαι μάνα κι έχω τον ήλιο γιο. 
–Α! λέει, θεια, να καθίσω να του πω για το Σιμιγδαλένιο. 
–Ου! λέει αυτή. Να καθίσεις; Θα σε φάει. 
–Ας καθίσω, λέει, θεια. Κρύψε με να του πω κι εγώ τον πόνο μου. –Ου! λέει. Πού να σε κρύψω; Έχω τόπο;» Άρχισε η μέρα μάζευε, έγειρε ο ήλιος. «Άντε, λέει, να φύγεις. Θα ’ρθει ο ήλιος, να σε φάει. –Κρύψε με, λέει, θεια. Κάμ’ ένα καλό, να με κρύψεις». Έκλαιε αυτή, την λυπήθηκε, σηκώνει τη σκούπα, την έκρυψε αποκάτω.
Βασίλεψε ο ήλιος. Σηκώθηκε, πήγε στη μάνα του. 
«Καλησπέρα, σταυρομάνα.
 –Καλησπέρα. 
–Κάπου δω, κάπου κει, κάπου ανθρώπινη ψυχή μυρίζει, λέει ο ήλιος. 
–Πού να τη βρω, λέει, εγώ την ανθρώπινη ψυχή; Εγώ είμαι η μάνα σου. Θέλεις να με φας; Φάε με. 
–Ο Θεός να μην το δώσει, μάνα, λέει αυτός».
Κατέβασε η μάνα του το ρακοκάζανο, του ’βανε ψωμιά, φαγιά, έφαγε. Του λέει: 
«Παιδάκι μ’ πεινάς άλλο; Θέλεις να φας;
 –Όχι, λέει, δεν πεινώ. 
–Σα δε πεινάς, λέει, να βγει μια, να σου πει τον καημό της. Βγες, λέει, και συ παιδάκι μ’, να πεις τον καημό σου». Βγήκε αυτή, λέει:

Ήλιε μου, λαμπρέ λαμπρέ και λαμπρογεμισμένε,
εδώ ψηλά που περπατείς και χαμηλά κοιτάζεις,
μην είδες τον αντρούλη μου, που ’ναι σιμιγδαλένιος;

– Πού να τον ιδώ, χριστιανή μου, εγώ; Να πας στο φεγγάρι, που γυρίζει όλη νύχτα. Εγώ το πρωί βγαίνω, το βράδυ έρχομαι. Άντε λέει, μάνα, φίλεψέ την κι ένα καρύδι». Της έδωκε αυτή ένα καρύδι. Τους χαιρέτησε, σηκώθηκε, έφυγε. Έφυγε, πήγε στο φεγγάρι.
Τα ίδια και του φεγγαριού η μάνα. Μαγέρευε κι ετοίμαζε να πάει το φεγγάρι να φάει. 
«Άντε, λέει, να φύγεις. Θα ’ρθει το φεγγάρι τώρα να σε φάει.
 –Δε με κρύβεις, λέει, να πω στο φεγγάρι τον καημό μου; 
–Πού να σε κρύψω;  
–Κρύψε με,  θεια, να πω κι εγώ τον καημό μου». Ανοίγει ένα ντουλάπι, τη βάνει μέσα.
Έφεξε ο Θεός και πήγε το φεγγάρι. 
–«Κάπου δω, κάπου κει, κάπου ανθρώπινη ψυχή μυρίζει μάνα.
 –Πού να βρεθεί,  δω η ανθρώπινη ψυχή; Εγώ είμαι η μάνα σου. Θέλεις να με φας; Φάε με. 
–Ο Θεός να μην το δώσει, μάνα. 
–Έχεις τίποτα να φάω; 
–Ούλα τα καλά, παιδάκι μ’». Του ’βανε τραπέζι, κάθισε το φεγγάρι, έφαε, ήπιε. Λέει η μάνα του: «Παιδάκι μου έφαες; 
–Έφαγα.
 –Να ’χες, λέει, και μια ανθρώπινη ψυχή, την έτρωες; 
–Ο Θεός, λέει, να μην το δώσει. 
–Βγες, λέει, τώρα και συ, να πεις τον καημό σου».
Βγαίνει κείνη. 
–Καλημέρα σας. 
–Καλημέρα.

Φεγγάρι μου, λαμπρό λαμπρό και λαμπρογεμισμένο,
εδώ ψηλά που περπατείς και χαμηλά κοιτάζεις,
μην είδες τον αντρούλη μου, που ’ναι σιμιγδαλένιος;

– Πού να τον ιδώ εγώ; λέει. Εγώ βγαίνω από βράδυ σε βράδυ. Να πας, λέει, στ’ αστέρια, που ’ναι πολλά. Αν δεν τον ιδεί το ένα θα τον ιδεί τ’ άλλο, φίλεψέ την, λέει κι ένα μύγδαλο.»
Παίρνει το μύγδαλο, σηκώθηκε η κακομοίρα, με τα μάτια κλαμένα και την καρδιά της καμένη, και φεύγει. Φεύγει, πηγαίνει στ’ αστέρια, στη μάνα τους. Έκανε κι αυτή ετοιμασία, για να ’ρθούνε να φάνε τ’ αστέρια. Την βοήθησε στο ζύμωμα, στο μαγέρεμα. Έφεξε. Λέει: 
«Άντε, να φύγεις τώρα. Θα ’ρθούνε τ’ αστέρια να φάνε, και θα σε φάνε. 
–Δε με κρύβεις, λέει, θείτσα μου, να πω τον καημό μου; 
–Ου! λέει. Πού να σε κρύψω; Δεν έχω τόπο. Αν γλυτώσεις απ’ τον έναν, δε γλυτώνεις απ’ τον άλλον». Έκλαιε όλο αυτή, και δεν έφευγε. Ανοίγει την πόρτα, τη βάνει από πίσω απ’ την πόρτα. Έρχονται τ’ αστέρια. 
«Καλημέρα σταυρομάνα, λέει ο μεγάλος ο αστέρας. 
–Καλώς τονε. 
–Κάπου δω, κάπου κει, κάπου ανθρώπινη ψυχή μυρίζει.
 –Ου! λέει, παιδάκι μ’, Πού να βρεθεί ανθρώπινη ψυχή; Εγώ είμαι δω, η μάνα σου. Θέλεις να με φας; Φάε με. 
–Ο Θεός να μη το δώσει». Έρχονται και τ’ άλλα τ’ αστέρια. «Καλημέρα σταυρομάνα, καλημέρα σταυρομάνα, καλημέρα σταυρομάνα» –ούλα τ’ αστέρια. Καθίσανε, τους έβανε τραπέζι, φάγανε, ήπιανε ούλα. «Να ’χετε και μια ανθρώπινη ψυχή, παιδιά, την τρώγατε;
 –Ο Θεός να μη το δώσει. 
–Βγες εσύ τώρα να πεις τον καημό σου. Βγήκε κείνη· λέει:

Αστέρια μου λαμπρά λαμπρά και λαμπρογεμισμένα,
ψηλά οπού διαβαίνετε και χαμηλά κοιτάτε,
μην είδατε τον άντρα μου, που ’ναι σιμιγδαλένιος;

– Πού να τον ιδούμε; λέει ο μεγάλος αστέρας. Εμείς αποβραδίς βγαίνουμε και το πρωί βασιλεύουμε.
Πετάχτηκε και το μικρό τ’ αστεράκι και λέει: «Εγώ, θεια, τον είδα». Του δίνει ένα μπάτσο ο μεγάλος. «Μην το χτυπάς, λέει, αστέρα μου. Άσ’ το να μου πει, γιατί έχω καημό. Πού τον είδες, λέει, παιδάκι μου. 
–Στ’ άσπρα σπίτια στα χανιά. 
–Άντε, λέει, παιδάκι μ’, να με πας. 
–Δεν έρχεται, λέει ο αστέρας. 
–Δεν έχουμε ανάγκη να γίνουμε κακοί. 
–Μα ποιος θα το ξέρει; λέει. Εγώ δεν το μαρτυρώ.
 –Ε! άντε, λέει, να την πας και να ’ρθεις. Δώστε της κι ένα φουντούκι. Την πήρε τ’ αστεράκι, την πήγε.
Σαν έφτασε, λέει στις δούλες: «Δε λέτε της κυράς σας να μ’ αφήσει να καθίσω σ’ ένα καμαράκι; Είμαι ξένη, κι είμαι φτωχιά, αρφανή». Πήγαν οι δούλες, το είπανε. Λέει η κυρά τους: «Άντε, λέει, βάλτε την σ’ ένα παράσπιτο».
Τη βάναν μέσα. Ανέβηκε, κατέβηκε ο Σιμιγδαλένιος, τον είδε αυτή. Κλειδώθηκε η κακομοίρα μέσα κι έκλαιε. Το πρωί ξημερώνει ο Θεός, σπάζει το καρύδι, βγαίνει ένα χρυσό μαγκάνι, απ’ αυτά που καλαμίζουν, σαν υφαίνουν. Έλαμπε ο ήλιος, έλαμπε και το μαγκάνι. Το βλέπουν οι δούλες, το λένε της κυράς τους. «Άντε, λέει, πέστε της, τι γυρεύει να τ’ αγοράσουμε». Πάνε κάτω, της λένε: «Τι γυρεύεις, ν’ αγοράσει η κυρά μας το μαγκάνι; 
–Εγώ, λέει, δε θέλω ούτε γρόσα, ούτε φλουριά, ούτε τα πουλώ αυτά με λεπτά. Αυτά αξίζουν ένα βασίλειο.
Πήγαν οι δούλες, τα ’παν αυτά στην κυρά τους. Λέει: «Άντε πέστε της, τι θέλει να της δώσουμε». Παν οι δούλες, την ξαναρωτούνε. Τις λέει αυτή: «Εγώ δε θέλω ούτε γρόσα, ούτε φλουριά, μόνο το Σιμιγδαλένιο να μου δώσει μια βραδιά.
 –Για τα μούτρα της, λέει η κυρά τους, τον έχω το Σιμιγδαλένιο; 
–Δεν τόνε δίνεις, λένε, κυρά, μια βραδιά; Τι θα πάθει; 
–Ε! άντε, λέει, φέρτε το ποτό να τον ποτίσουμε. Πάνε το ποτό, το ποτίζει, κοιμήθηκε αυτός. Τον πήρανε, τον πήγανε.
Τον πήρε αυτή, έστρωσε, τον ξάπλωσε, κλειδώθηκε, στάθηκε αποπάνω του κι έλεγε: «Δε μου μιλείς, μάτια μου; Δε μου μιλείς, φως μου; Δεν είμαι γω που σ’ έπλασα; Δεν είμαι γω που σε ιστόρησα;» Άκουγε αυτός, μα δεν μπορούσε να μιλήσει. Έφεξε ο Θεός, τον πήραν απάνω. Έσκασε, πλάνταξε αυτή. Πέρασε μια μέρα, πέρασαν δυο. Σπάζει το μύγδαλο. Βγαίνει μια χρυσή ανέμη. Κατεβαίνουν οι δούλες, τη βλέπουν. «Αχ! κυρά, για σένανε κάνει αυτή η χρυσή ανέμη. 
–Άντε, λέει, πέστε της, τι θέλει να της δώσουμε, να την πάρουμε κι αυτή. Πάνε της λένε. Λέει: «Εγώ δεν την πουλώ με λεπτά. Να μου δώσετε το Σιμιγδαλένιο μια βραδιά ακόμα». Την καταφέρανε πάλι οι δούλες την κυρά τους, τον πότισε αυτή με το ποτό, της τόνε δώκανε. Κλει τις πόρτες, στέκεται αποπάνω του: «Δε μιλείς, Σιμιγδαλένιε μου; Δε μιλείς, μάτια μου; Δε μιλείς, φως μου;» Δε μπορούσε κείνος να μιλήσει. Έφεξε ο Θεός, της τόνε πήρανε πάλι.
Έκλαψε αυτή, πικράθηκε. Τι να κάμει;  Σπάζει και το φουντούκι, βγαίνει μια χρυσή κλώσα με τα χρυσά τα πουλάκια. Κατεβαίνουν πάλι οι δούλες, τα βλέπουν, το λένε στην κυρά τους, πάνε πάλι σ’ αυτήν, της λένε τι θέλει να τα δώσει. Γύρεψε πάλι αυτή μια βραδιά το Σιμιγδαλένιο. Με τα πολλά πάλι την καταφέρανε να τόνε δώσει άλλη μια βραδιά. Παίρνει το ποτό αυτή να τόνε ποτίσει. Αυτός το κατάλαβε, και κει που έκαμε πως θαλά το πιει, το ’χυσε στην τραχηλιά του. Έκαμε ύστερα τον κοιμισμένο. Τον πήρανε, τον πήγανε. Κλειδώνεται αυτή. Άρχισε πάλι: «Δε μου μιλείς, Σιμιγδαλένιε μου; Δε μου μιλείς, φως μου; 
–Ε! λέει κείνος. Σώπα. Εσύ ποια είσαι; 
–Δεν είμαι γω η γυναίκα σου, που σ’ έπλασα;
–Και γίνηκες έτσι; 
–Έτσι γίνηκα, λέει, γιατί σ’ έχασα και σε γύρευα να σε βρω τόσο καιρό! 
–Τώρα, λέει, να φύγουμε».
Σηκωθήκανε τη νύχτα, φύγανε. Πήγανε στο παλάτι τους και ζούνε καλά κι εμείς καλύτερα. Και τα κλάματα που είχε αυτή, τα ’χει η άλλη τώρα.

πηγή: http://www.snhell.gr/kids/content.asp?id=246&cat_id=11

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2019

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2019

Με αφορμή την 12η Ιουνίου ,Ημέρα παιδικής εργασίας

«Οι άνθρωποι δεν χρειάζονται πάντα συμβουλές. Μερικές φορές το μόνο που χρειάζονται είναι ένα χέρι για να κρατηθούν. Ένα αυτί να τους ακούσει και μια καρδιά που να μπορεί να τους καταλάβει». Τα παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από ένα από τα πιο αγαπημένα παραμύθια για (μικρά και μεγάλα) παιδιά. Τον «Μικρό Πρίγκηπα». 



Υπάρχουν παιδάκια που είναι τόσο τυχερά, ώστε να βιώσουν όλα τα παραπάνω. Υπάρχουν και λιγότερο τυχερά παιδάκια που συναντούν στη ζωή τους μόνο κάποια από αυτά. Είναι, ωστόσο, κι εκείνα που είναι άτυχα και δεν βρίσκουν ούτε χέρι να κρατηθούν, ούτε αυτί να τα ακούσει, ούτε καρδιά που να μπορεί να τα καταλάβει. Ένα τέτοιο παιδάκι, που όμως διέθετε ένα τεράστιο ανάστημα, είναι και ο ήρωας της ιστορίας που θα διαβάσετε στη συνέχεια. Πρόκειται για τον Ικμπάλ Μασί ο οποίος στα 4 του χρόνια πουλήθηκε για σκλάβος από τους γονείς του, στα 10 του έγινε ένας πραγματικός επαναστάτης ενάντια σε κάθε μορφή παιδικής εργασίας και πριν καν κλείσει τα 14 του, δολοφονήθηκε άγρια από τη λεγόμενη «μαφία των χαλιών» που δρα σχεδόν ανεξέλεγκτη στο Πακιστάν Ο μικρός που πουλήθηκε για σκλάβος για μερικά ευρώ Ο Ικμπάλ Μασί γεννήθηκε το 1982 σε μια πόλη έξω από τη Λαχόρη του Πακιστάν. Η οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική απ’ ότι της συντριπτικής πλειονότητας των κατοίκων. Πάμφτωχοι, πάλευαν καθημερινά προκειμένου να καταφέρουν να βάλουν λίγο ρύζι στο τραπέζι. Τα πάντα άλλαξαν δραματικά όταν ο Ικμπαλ έφτασε 4 ετών. Τότε ήταν που οι γονείς του τον πούλησαν σε έναν βιοτέχνη χαλιών προκειμένου να δανειστούν ένα ποσό ώστε να αποπληρώσουν χρέη που είχαν δημιουργηθεί από το γάμο του μεγαλύτερού του αδερφού. Για την ακρίβεια (όσο σκληρές κι αν είναι οι λέξεις) δεν τον πούλησαν αλλά τον έβαλαν ενέχυρο για να πάρουν από τον βιοτέχνη το ποσό που ζητούσαν. Η αποπληρωμή του δανείου θα γινόταν με τη δουλειά του Ικμπαλ. Το δάνειο αυτό ήταν ύψους 600 ρουπιών δηλαδή περίπου 12 ευρώ! Η πρακτική αυτή μόνο ξένη δεν ήταν. Όσο τραγική και αν ακούγεται, δυστυχώς, τόσο συνηθισμένη ήταν. Ακόμα κι αν οι γονείς γνώριζαν πως τα παιδιά τους δύσκολα θα επέστρεφαν στο σπίτι τους, δεδομένου πως όλα αυτά τα ταπητουργεία τα έλεγχε η «μαφία των χαλιών» που με διάφορα κόλπα φρόντιζε όχι απλά να μην μειώνεται το χρέος αλλά διαρκώς να αυξάνεται. Το ίδιο έγινε και με την οικογένεια του Ικμπαλ. Τέσσερα χρόνια αργότερα η οικογένειά του είχε φτάσει πλέον να χρωστά σχεδόν το... εικοσαπλάσιο του αρχικού κεφαλαίου. Ζωή κόλαση και η προσπάθεια για να ξεφύγει από τον εφιάλτη Με αυτά τα δεδομένα ήταν σίγουρο πως ο μικρός Ικμπαλ θα είχε την ίδια ακριβώς τύχη με χιλιάδες ακόμα μικρά παιδιά που από τη μία μέρα στην άλλη μετατρεπόταν σε σκλάβους. Ο Ικμπαλ έφυγε από την οικογένειά του και πλέον ήταν αναγκασμένος μαζί με πολλά ακόμα παιδάκια να κάθεται σκυφτός σε ένα ξύλινο πάγκο και να δένει κόμπους στα χαλιά. Αυτό το έκανε 6 ημέρες την εβδομάδα, επί 14 ώρες την ημέρα. Στο δωμάτιο που τον είχαν αλυσοδεμένο, υπήρχε ελάχιστο φως καθώς τα παράθυρα ήταν ερμητικά κλειστά προκειμένου να μην αλλοιώνεται από το οξυγόνο το μαλλί! Η ζέστη ήταν αφόρητη, οι ανθρωποφύλακες του έδιναν ελάχιστο νερό και ακόμα λιγότερο φαγητό προκειμένου να παραμείνει αδύνατος και μικρόσωμος διότι τα μικρά χέρια χωρούσαν καλύτερα ανάμεσα στο μαλλί και χειριζόταν ευκολότερα το εργαλείο με το οποίο έκανε τους κόμπους. Τα βάσανα, ωστόσο, για όλα τα παιδιά σκλάβους δεν σταματούσαν εκεί. Το παραμικρό λάθος το πλήρωναν ακριβά.


 Αρχικά οι ανθρωποφύλακες τα ξυλοκοπούσαν και στη συνέχεια τα έβαζαν σε μια σκοτεινή ντουλάπα όπου τα έκλειναν για πολλές ώρες προκειμένου να χάσουν την αίσθηση της ημέρας και της νύχτας ή τα κρεμούσαν ανάποδα. Όταν ο Ικμπαλ έγινε 10 ετών, στο Πακιστάν ψηφίστηκε ένας νόμος ο οποίος απαγόρευε κάθε μορφή παιδικής εργασίας. Αυτό αναπτέρωσε το ηθικό του και έτσι επιχείρησε να δραπετεύσει προκειμένου να κερδίσει την ελευθερία του. Τα κατάφερε και έφτασε στο τοπικό αστυνομικό τμήμα όπου ζήτησε προστασία. Οι αστυνομικοί, ωστόσο, βαθιά διεφθαρμένοι όταν τους είπε την ιστορία του ήρθαν σε επικοινωνία με τους ανθρώπους του ταπητουργείου και εκείνοι τους δωροδόκησαν προκειμένου να τους τον δώσουν πίσω. Έτσι και ενώ ήταν μόλις 10 ετών ο Ικμπαλ είχε προδοθεί για δεύτερη φορά στη ζωή του. Όταν επέστρεψε στο ταπητουργείο τα πράγματα ήταν ακόμα χειρότερα. Προκειμένου να παραδειγματιστούν τα υπόλοιπα παιδιά, δούλευε ακόμα περισσότερες ώρες, υπό χειρότερες συνθήκες και με ακόμα λιγότερο φαγητό. Όλο αυτό είχε, όπως ήταν απόλυτα φυσιολογικό, του δημιούργησε πρόβλημα στην ανάπτυξη (είχε πολύ μικρότερο ύψος από αυτό που κανονικά θα έπρεπε με βάση την ηλικία του), ενώ απέκτησε και διάφορα θέματα με την υγεία του. Τα όνειρα για ένα καλύτερο μέλλον και η άγρια δολοφονία Ακόμα και έτσι, πάντως, ο Ικμπαλ δεν το έβαλε κάτω. Λίγους μήνες μετά την πρώτη του απόδραση κατάφερε και ξέφυγε και πάλι από τους ανθρωποφύλακες του. Αυτή τη φορά, ωστόσο, δεν πήγε στην αστυνομία. Πήγε στους ανθρώπους του Απελευθερωτικού Μετώπου του Πακιστάν για την Εκμετάλλευση της Παιδικής Εργασίας. Εκείνοι τον βοήθησαν και έτσι για πρώτη φορά στη ζωή του ο Ικμπαλ κατάφερε να βρει αγάπη και φροντίδα. Πήγε στο σχολείο όπου επέδειξε μια τεράστια διάθεση να μάθει πράγματα. Είναι ενδεικτικό πως μέσα σε δυο χρόνια έβγαλε τέσσερις τάξεις! Άρχισε να ταξιδεύει στο εξωτερικό προκειμένου να κινητοποιήσει τη διεθνή κοινή γνώμη ενάντια στην παιδική εργασία στο Πακιστάν. Παράλληλα, ωστόσο, κάνει και σημαντική δουλειά στο εσωτερικό της χώρας του. Καταφέρνει και μπαίνει κρυφά με τη βοήθεια ακτιβιστών μέσα σε ταπητουργεία σε ολόκληρο το Πακισταν και βγάζει φωτογραφίες τα παιδιά- σκλάβους. Με τον τρόπο αυτό καταφέρνει και απελευθερώνει περίπου 3.000 από αυτά! Κι αν αυτός ο αριθμός σας φαίνεται μεγάλος ή υπερβολικός, προφανώς και θα αναθεωρήσετε αν σκεφτείτε πως εκείνη την εποχή τα παιδιά στο Πακιστάν που εξαναγκάζονταν να εργάζονται ξεπερνούσαν τα 7 εκατομμύρια! Το 1994 βραβεύτηκε με το Βραβείο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Reebok και ξεκίνησε μια παγκόσμια περιοδεία με ομιλίες κατά της παιδικής εργασίας και η οποία περιελάμβανε ακόμα και επισκέψεις σε σχολεία. Ο Ικμπαλ είχε γίνει πλέον ένα παγκόσμιο σύμβολο ενάντια στην παιδική εργασία. Είχε εκφράσει, μάλιστα, την επιθυμία, όταν μεγαλώσει, να σπουδάσει δικηγόρος προκειμένου ν΄ αφιερώσει όλες τους τις δυνάμεις στο να βοηθάει παιδιά- σκλάβους. Η μοίρα, ή καλύτερα, η «μαφία των χαλιών», ωστόσο, είχε άλλα σχέδια για εκείνον. Η δράση του είχε ξεσηκώσει πολλά παιδιά- σκλάβους τα οποία ζητούσαν την ελευθερία τους, ενώ και ο κόσμος γυρνούσε την πλάτη πλέον στα πακιστανικά χαλιά. Όλα αυτά στοίχισαν στη βιομηχανία που στηριζόταν στην παιδική εργασία. Οι απειλές στο πρόσωπο το Ικμπαλ γίνονταν καθημερινά ολοένα και περισσότερες, ωστόσο, ο ίδιος δεν έδειχνε φοβισμένος. Στις 16 Απριλίου 1995, ανήμερα του ορθόδοξου Πάσχα, ο Ικμαπλ (προερχόταν από οικογένεια χριστιανών) έπαιζε με φίλους του έξω από το σπίτι ενός συγγενή του. Ένας νεαρός άνδρας τον πλησίασε και τον πυροβόλησε στο κεφάλι. Ο μικρός επαναστάτης άφησε επιτόπου την τελευταία του πνοή. Δεν είχε κλείσει καν το 14ο έτος της ηλικίας του. Οι ηθικοί αυτουργοί της δολοφονίας του δεν συνελήφθησαν ποτέ. Ο εκτελεστής ήταν ένας τοξικομανής και λέγεται (δεν αποδείχθηκε ποτέ) πως εκτέλεσε το «συμβόλαιο θανάτου» μόνο και μόνο για να εξασφαλίσει την ηρωίνη του.

πηγή:https://www.newsbeast.gr/weekend/arthro/4695453/i-sygklonistiki-istoria-enos-mikroy-paidioy-poy-dolofonithike-apo-ti-mafia-ton-chalion?fbclid=IwAR1H_b3Zn1zwh1oc2nHJyo-u3zhr4kjI40mdzNuO1a_mP7M4pECGIxtSZiQ